ΣΑΜΑΡΙΝΑ

Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής Σαμαρίνας, κτίσμα του όψιμου 12ου αιώνα, βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα, κατάφυτη με ελαιόδεντρα και αμπελοκαλλιέργειες μεταξύ των χωριών Καλογερόραχη και Ελληνοεκκλησιά (Σάμαρι), σε μικρή απόσταση από την κωμόπολη της Ανδρούσας. Κτηριακά κατάλοιπα από πτέρυγες κελλιών στα δυτικά και βόρεια της εκκλησίας, μια καμαροσκέπαστη δεξαμενή καθώς και ένας ερειπωμένος διώροφος κοιμητηριακός ναός, υποδηλώνουν ότι το μνημείο κτίστηκε ως καθολικό κάποιας μονής των βυζαντινών χρόνων, για την ιστορία της οποίας δεν διαθέτουμε καμία μαρτυρία. Η κομψότητα της αρχιτεκτονικής του σε συνδυασμό με το αλώβητο, ακόμη, φυσικό περιβάλλον καθιστούν τον ναό της Σαμαρίνας ένα από τα ωραιότερα βυζαντινά μνημεία της Πελοποννήσου.

Πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένη εκκλησία με τρούλο της παραλλαγής των δικιόνιων, με τρεις προέχουσες αψίδες στα ανατολικά, τρίπλευρες εξωτερικά. Ο τρούλος στηρίζεται στους τοίχους που διαιρούν τους χώρους του Ιερού Βήματος και σε δύο κομψούς μονολιθικούς κίονες. Τα σκέλη του σταυρού καλύπτονται με ημικυλινδρικές καμάρες ενώ τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα με φουρνικά. Στα δυτικά του κυρίως ναού προσκολλάται νάρθηκας, στη δυτική όψη του οποίου διαμορφώνεται εντυπωσιακό κιονοστήρικτο προστώο. Δικιόνια πρόπυλα πλαισίωναν αρχικά τις πλάγιες θύρες του κυρίως ναού, από τα οποία σώζονται μόνο αυτό της βόρειας όψης. Από το νότιο πρόπυλο προέρχονται πιθανώς οι διάσπαρτοι κίονες στον αύλειο χώρο του μνημείου. Μικρό καμαροσκέπαστο πρόσκτισμα στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας λειτουργούσε, ενδεχομένως, ως οστεοφυλάκιο. Ο ναός στεγάζεται με μονόρριχτες και δίρριχτες στέγες ενώ το μεταγενέστερης εποχής κωδωνοστάσιο καλύπτεται με τετράρριχτη κεραμοσκεπή.

Η τοιχοποιία του ναού διακρίνεται για την επιμέλεια και την ακρίβεια στην εκτέλεση των επιμέρους λεπτομερειών αντικατοπτρίζοντας την λιθοξοϊκή δυνότητα του οικοδομικού συνεργείου που ανέλαβε την όλη κατασκευή. Αρχαίο οικοδομικού υλικό έχει ενσωματωθεί σε δεύτερη χρήση κυρίως στα κατώτερα τμήματα της τοιχοποιίας. Το πλινθοπερίκλειστό σύστημα δομής έχει εφαρμοστεί κυρίως στην ανωδομή του κτηρίου και στο μεγαλύτερο τμήμα του ανατολικού τοίχου. Οδοντωτές ταινίες, μαρμάρινοι και πώρινοι κοσμήτες σε συνδυασμό με την περιορισμένη χρήση έγκοπτων πλίνθων διαφόρων σχημάτων διανθίζουν τις όψεις του κτηρίου συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός συνόλου υψηλής τέχνης και αισθητικής.

Οι τοιχογραφίες του ναού σώζονται αποσπασματικά και ανήκουν στην ακαδημαϊκή τάση της υστεροκομνήνειας ζωγραφικής του τέλους του 12ου αι.. Οι συνθέσεις σχεδιάζονται με λιτότητα και συμμετρία, οι μορφές είναι αυστηρές ενώ τα πρόσωπα αποδίδονται πλαστικά με πλατύ δεξιοτεχνικό σχέδιο που αποπνέει κλασικίζουσα χάρη. Στην αψίδα εικονίζονται ένθρονη η Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος και χαμηλότερα μετωπικοί Ιεράρχες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η ιδιότυπη απεικόνιση του νεκρού Χριστού στη σινδόνη, μοναδικό, ίσως, παράδειγμα στη Βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική. Η καινοφανής αυτή απεικόνιση του Θυόμενου Χριστού, με το βαθύτατα ευχαριστιακό της περιεχόμενο, προφανώς απηχεί τις χριστολογικές έριδες που ξέσπασαν στο Βυζάντιο κατά τη εποχή της Κομνήνειας δυναστείας. Στον τρούλο διακρίνεται η μορφή του Παντοκράτορα σε μετάλλιο, πλαισιωμένου από ολόσωμους Προφήτες στη χαμηλότερη ζώνη του τυμπάνου, ανάμεσα στα παράθυρα. Οι σκηνές του Δωδεκαόρτου αναπτύσσονται στις καμάρες των σκελών του σταυρού και εντυπωσιάζουν με τη μνημειακότητά τους.  Ο Ευαγγελισμός και η Υπαπαντή εικονίζονται στη βόρεια καμάρα, η Βαϊοφόρος στη δυτική, η Σταύρωση στο τύμπανο του δυτικού τοίχου και η Εις Άδου Κάθοδος (Ανάσταση) στη νότια καμάρα. Στον θόλο του κυρίως Ιερού Βήματος αναπτύσσεται σε δύο ομάδες η σκηνή της Ανάληψης. Το εικονογραφικό πρόγραμμα συμπληρώνουν μορφές Ιεραρχών, η Κοινωνία της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας από τον ιερέα Ζωσιμά σε μία σπάνια θέση εκατέρωθεν της ωραίας πύλης, οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω και ορισμένες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Οι δυσδιάκριτες τοιχογραφίες του νάρθηκα, η ακριβής χρονολόγηση των οποίων παραμένει προβληματική, περιλαμβάνουν έναν εκτεταμένο κύκλο δεκαέξι σκηνών από τα Πάθη του Χριστού και την παράσταση της Πεντηκοστής σε περίοπτη θέση πάνω από την κεντρική θύρα εισόδου στο μνημείο. Θα ήταν ευνόητο να σκεφτεί κανείς ότι το περίτεχνο αυτό, πλήρες μηνυμάτων, εικονογραφικό πρόγραμμα είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού ενός κτήτορα εξαιρετικής μόρφωσης, μάλλον από εκκλησιαστικούς ή μοναστικούς κύκλους.

Τα εξαιρετικά γλυπτά του τέμπλου χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 12ου αι. και περιλαμβάνουν στα επιστύλια μορφές ζώων και γεωμετρικά σχέδια φιλοτεχνημένα με εξαιρετική ακρίβεια. Αποδίδονται στο φημισμένο «εργαστήριο της Σαμαρίνας», έργα του οποίου εντοπίζονται στη Λακωνία και την Αρκαδία. Δύο περίτεχνα μαρμάρινα προσκυνητάρια πλαισιώνουν τις μορφές του ένθρονου Χριστού και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Το δάπεδο του ναού  καλύπτεται με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες που οριοθετούνται ενίοτε από ζώνες μαρμαροθετημάτων. Στη νότια πλευρά του νάρθηκα διαμορφώνεται ταφικό αρκοσόλιο που πιθανώς προοριζόταν για την τιμητική ταφή του κτήτορα του ναού καθώς και των μελών της οικογένειάς του.

Οι εργασίες αποκατάστασης του μνημείου υλοποιήθηκαν με αυτεπιστασία από την 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και περιλάμβαναν την ανακεράμωση των στεγών, την αποκατάσταση του κεραμοπλαστικού διακόσμου και την τοποθέτηση νέων ξύλινων θυρών. Ο τοιχογραφίες στερεώθηκαν και συντηρήθηκαν ενώ ο καθαρισμός του μαρμάρινου τέμπλου ανέδειξε την υψηλή ποιότητά του αποκαλύπτοντας ίχνη χρώματος από κηρομαστίχη που αναδείκνυαν τα επιμέρους διακοσμητικά θέματα.

Με την αποκατάσταση και συντήρηση του εξαιρετικού αυτού μνημειακού συνόλου, αντιπροσωπευτικού της ακμής και της πολυμορφίας της βυζαντινής τέχνης (αρχιτεκτονική,  ζωγραφική, γλυπτική), προστατεύεται και αναδεικνύεται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μεσσηνίας, ενταγμένο με αρμονία και σεβασμό στο μοναδικού κάλλους φυσικό τοπίο της περιοχής.

  • ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

    2721022534 (ΕΦΑ Μεσσηνίας)

  • ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

    N

  • ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ

  • ΣΤΟΝ ΧΑΡΤΗ

  • MEDIA

Καλογερόρραχη

ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

 

  Μεθώνης 10 & Κανάρη, 24131 ΚΑΛΑΜΑΤΑ.

27210 22534, 27210 26770    27210 21372

 

  Μπενάκη & Παπάζογλου 6, 24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ.

27210 63100, 27210 26410    27210 26209

 

e-mail: efames@culture.gr

Η Εφορεία

Η Ιστορία της Εφορείας |  Διάρθρωση

Μνημεία

Δραστηριότητες

Εκπαιδευτικά Προγράμματα

Επικοινωνία

Για τον πολίτη   |  Το Υπουργείο  |  Επικοινωνήστε μαζί μας

© ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 2018-2021

Σχεδιασμός, ανάπτυξη & υλοποίηση ιστότοπου:

Τάσος Παπαδόγκωνας, Σχεδιαστής ΕΦΑ Μεσσηνίας.

Made with

ΣΑΜΑΡΙΝΑ

Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής Σαμαρίνας, κτίσμα του όψιμου 12ου αιώνα, βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα, κατάφυτη με ελαιόδεντρα και αμπελοκαλλιέργειες μεταξύ των χωριών Καλογερόραχη και Ελληνοεκκλησιά (Σάμαρι), σε μικρή απόσταση από την κωμόπολη της Ανδρούσας. Κτηριακά κατάλοιπα από πτέρυγες κελλιών στα δυτικά και βόρεια της εκκλησίας, μια καμαροσκέπαστη δεξαμενή καθώς και ένας ερειπωμένος διώροφος κοιμητηριακός ναός, υποδηλώνουν ότι το μνημείο κτίστηκε ως καθολικό κάποιας μονής των βυζαντινών χρόνων, για την ιστορία της οποίας δεν διαθέτουμε καμία μαρτυρία. Η κομψότητα της αρχιτεκτονικής του σε συνδυασμό με το αλώβητο, ακόμη, φυσικό περιβάλλον καθιστούν τον ναό της Σαμαρίνας ένα από τα ωραιότερα βυζαντινά μνημεία της Πελοποννήσου.

Πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένη εκκλησία με τρούλο της παραλλαγής των δικιόνιων, με τρεις προέχουσες αψίδες στα ανατολικά, τρίπλευρες εξωτερικά. Ο τρούλος στηρίζεται στους τοίχους που διαιρούν τους χώρους του Ιερού Βήματος και σε δύο κομψούς μονολιθικούς κίονες. Τα σκέλη του σταυρού καλύπτονται με ημικυλινδρικές καμάρες ενώ τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα με φουρνικά. Στα δυτικά του κυρίως ναού προσκολλάται νάρθηκας, στη δυτική όψη του οποίου διαμορφώνεται εντυπωσιακό κιονοστήρικτο προστώο. Δικιόνια πρόπυλα πλαισίωναν αρχικά τις πλάγιες θύρες του κυρίως ναού, από τα οποία σώζονται μόνο αυτό της βόρειας όψης. Από το νότιο πρόπυλο προέρχονται πιθανώς οι διάσπαρτοι κίονες στον αύλειο χώρο του μνημείου. Μικρό καμαροσκέπαστο πρόσκτισμα στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας λειτουργούσε, ενδεχομένως, ως οστεοφυλάκιο. Ο ναός στεγάζεται με μονόρριχτες και δίρριχτες στέγες ενώ το μεταγενέστερης εποχής κωδωνοστάσιο καλύπτεται με τετράρριχτη κεραμοσκεπή.

Η τοιχοποιία του ναού διακρίνεται για την επιμέλεια και την ακρίβεια στην εκτέλεση των επιμέρους λεπτομερειών αντικατοπτρίζοντας την λιθοξοϊκή δυνότητα του οικοδομικού συνεργείου που ανέλαβε την όλη κατασκευή. Αρχαίο οικοδομικού υλικό έχει ενσωματωθεί σε δεύτερη χρήση κυρίως στα κατώτερα τμήματα της τοιχοποιίας. Το πλινθοπερίκλειστό σύστημα δομής έχει εφαρμοστεί κυρίως στην ανωδομή του κτηρίου και στο μεγαλύτερο τμήμα του ανατολικού τοίχου. Οδοντωτές ταινίες, μαρμάρινοι και πώρινοι κοσμήτες σε συνδυασμό με την περιορισμένη χρήση έγκοπτων πλίνθων διαφόρων σχημάτων διανθίζουν τις όψεις του κτηρίου συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός συνόλου υψηλής τέχνης και αισθητικής.

Οι τοιχογραφίες του ναού σώζονται αποσπασματικά και ανήκουν στην ακαδημαϊκή τάση της υστεροκομνήνειας ζωγραφικής του τέλους του 12ου αι.. Οι συνθέσεις σχεδιάζονται με λιτότητα και συμμετρία, οι μορφές είναι αυστηρές ενώ τα πρόσωπα αποδίδονται πλαστικά με πλατύ δεξιοτεχνικό σχέδιο που αποπνέει κλασικίζουσα χάρη. Στην αψίδα εικονίζονται ένθρονη η Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος και χαμηλότερα μετωπικοί Ιεράρχες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η ιδιότυπη απεικόνιση του νεκρού Χριστού στη σινδόνη, μοναδικό, ίσως, παράδειγμα στη Βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική. Η καινοφανής αυτή απεικόνιση του Θυόμενου Χριστού, με το βαθύτατα ευχαριστιακό της περιεχόμενο, προφανώς απηχεί τις χριστολογικές έριδες που ξέσπασαν στο Βυζάντιο κατά τη εποχή της Κομνήνειας δυναστείας. Στον τρούλο διακρίνεται η μορφή του Παντοκράτορα σε μετάλλιο, πλαισιωμένου από ολόσωμους Προφήτες στη χαμηλότερη ζώνη του τυμπάνου, ανάμεσα στα παράθυρα. Οι σκηνές του Δωδεκαόρτου αναπτύσσονται στις καμάρες των σκελών του σταυρού και εντυπωσιάζουν με τη μνημειακότητά τους.  Ο Ευαγγελισμός και η Υπαπαντή εικονίζονται στη βόρεια καμάρα, η Βαϊοφόρος στη δυτική, η Σταύρωση στο τύμπανο του δυτικού τοίχου και η Εις Άδου Κάθοδος (Ανάσταση) στη νότια καμάρα. Στον θόλο του κυρίως Ιερού Βήματος αναπτύσσεται σε δύο ομάδες η σκηνή της Ανάληψης. Το εικονογραφικό πρόγραμμα συμπληρώνουν μορφές Ιεραρχών, η Κοινωνία της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας από τον ιερέα Ζωσιμά σε μία σπάνια θέση εκατέρωθεν της ωραίας πύλης, οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω και ορισμένες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Οι δυσδιάκριτες τοιχογραφίες του νάρθηκα, η ακριβής χρονολόγηση των οποίων παραμένει προβληματική, περιλαμβάνουν έναν εκτεταμένο κύκλο δεκαέξι σκηνών από τα Πάθη του Χριστού και την παράσταση της Πεντηκοστής σε περίοπτη θέση πάνω από την κεντρική θύρα εισόδου στο μνημείο. Θα ήταν ευνόητο να σκεφτεί κανείς ότι το περίτεχνο αυτό, πλήρες μηνυμάτων, εικονογραφικό πρόγραμμα είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού ενός κτήτορα εξαιρετικής μόρφωσης, μάλλον από εκκλησιαστικούς ή μοναστικούς κύκλους.

Τα εξαιρετικά γλυπτά του τέμπλου χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 12ου αι. και περιλαμβάνουν στα επιστύλια μορφές ζώων και γεωμετρικά σχέδια φιλοτεχνημένα με εξαιρετική ακρίβεια. Αποδίδονται στο φημισμένο «εργαστήριο της Σαμαρίνας», έργα του οποίου εντοπίζονται στη Λακωνία και την Αρκαδία. Δύο περίτεχνα μαρμάρινα προσκυνητάρια πλαισιώνουν τις μορφές του ένθρονου Χριστού και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Το δάπεδο του ναού  καλύπτεται με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες που οριοθετούνται ενίοτε από ζώνες μαρμαροθετημάτων. Στη νότια πλευρά του νάρθηκα διαμορφώνεται ταφικό αρκοσόλιο που πιθανώς προοριζόταν για την τιμητική ταφή του κτήτορα του ναού καθώς και των μελών της οικογένειάς του.

Οι εργασίες αποκατάστασης του μνημείου υλοποιήθηκαν με αυτεπιστασία από την 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και περιλάμβαναν την ανακεράμωση των στεγών, την αποκατάσταση του κεραμοπλαστικού διακόσμου και την τοποθέτηση νέων ξύλινων θυρών. Ο τοιχογραφίες στερεώθηκαν και συντηρήθηκαν ενώ ο καθαρισμός του μαρμάρινου τέμπλου ανέδειξε την υψηλή ποιότητά του αποκαλύπτοντας ίχνη χρώματος από κηρομαστίχη που αναδείκνυαν τα επιμέρους διακοσμητικά θέματα.

Με την αποκατάσταση και συντήρηση του εξαιρετικού αυτού μνημειακού συνόλου, αντιπροσωπευτικού της ακμής και της πολυμορφίας της βυζαντινής τέχνης (αρχιτεκτονική,  ζωγραφική, γλυπτική), προστατεύεται και αναδεικνύεται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μεσσηνίας, ενταγμένο με αρμονία και σεβασμό στο μοναδικού κάλλους φυσικό τοπίο της περιοχής.